Άγιος Παΐσιος: Η ιστορία του φτωχού οικογενειάρχη με τα 9 παιδιά
Οι ιστορίες που συνοδεύουν τον Άγιο Παΐσιο είναι πολλές, μία εξ’ αυτών αφορά και τη ζωή ενός φτωχού οικογενειάρχη με τα 9 παιδιά.
Ήταν πριν από περίπου μισό αιώνα, όταν ζούσε ένας αγροφύλακας, με το όνομα Αντώνης και ήταν γνωστός σε πάρα πολλά χωριά της Κόνιτσας. Ο Αντώνης είχε εννιά παιδιά, έξι κορίτσια και τρία αγόρια.
Η γυναίκα του, η Δέσπω, ήταν απλή και προσπαθούσε να μεγαλώσει τα παιδιά της με αξιοπρέπεια. Στο σχολείο τα παιδιά του Αντώνη και της Δέσπως ήταν καλοί μαθητές, δεν αντιμετώπιζαν δυσκολίες και δεν δημιουργούσαν προβλήματα στα αλλά παιδιά ήταν κοινωνικοποιημένα και δεν είχαν απαιτήσεις.
Ό Αντώνης ήταν αγνός άνθρωπος και αγωνιζόταν αδιάκοπα για την οικογένεια του, γι` αυτό και βρισκόταν σε διαρκή κίνηση. Μια φορά το μήνα πήγαινε και στη χαράδρα του Αώου, οπού υπήρχαν πολλά γιδοπρόβατα. Έφτανε μέχρι την τοποθεσία Μύγα και περνούσε πάντα απ’ το μοναστήρι του Στομίου, οπού έκανε στάση. Τότε βρισκόταν εκεί ο μοναχός Παΐσιος, νέος μοναχός, πού είχε έρθει απ’ το Άγιο Όρος. Ό Αντώνης γνώριζε το μοναχό και συχνά του εκμυστηρευόταν ότι τον απασχολούσε.
Στο μοναστήρι ο Αντώνης ήθελε να ανάβει μόνος του τα καντήλια και να προσεύχεται μπροστά στην εικόνα της Παναγίας για την οικογένεια του. Ό μοναχός Παΐσιος γνώριζε την καλή προαίρεση του Αντώνη και τη βαθιά του πίστη. Δεν μπορούσε, όμως, να εξηγήσει τον πυροβολισμό, πού άκουγε κάθε φορά, πού εκείνος απομακρυνόταν απ’ το μοναστήρι. Ήξερε ότι είχε πάντα το δίκαννο κοντά του, άλλα δεν γνώριζε τι σημάδευε. Κάποτε, όμως, ο μοναχός, ετοιμάζοντας καφέ στον Αντώνη, βρήκε την κατάλληλη στιγμή και τον ρώτησε:
-Βρε Αντώνη, κάθε φορά, πού φεύγεις απ’ το μοναστήρι, ακούω και μια ντουφέκια. Τι βρίσκεις και σημαδεύεις;
-Ξέρεις, παππούλη, εγώ έχω μεγάλη οικογένεια και τα οικονομικά μου είναι λιγοστά δεν φτάνουν ν’ αγοράσω κρέας νια τα παιδιά μου. Έτσι παίρνω κοντά και το δίκαννο κι όταν βρω κάτι στο βουνό, το σκοτώνω.
-Μα εσύ ντουφεκάς κάθε φορά, πού έρχεσαι εδώ.
-Πρέπει να στο φανερώσω, παππούλη, τι κάνω. Όταν ανάβω τα καντήλια, κάνω την προσευχή μου και ζητάω απ’ την Παναγία να με βοηθήσει να πάω στα παιδιά μου λίγο κρέας. Κι εκείνη πάντα βοηθάει. Εγώ παίρνω λάδι απ’ το καντήλι της και αλείφω κάθε φορά το στόχαστρο, πού είναι πάνω στην κάνη και όλο κάτι βρίσκω.
-Πιστεύεις ότι σε βοηθάει ή Παναγία σ’ αυτό;
-Βέβαια, παππούλη. Σε μια συγκεκριμένη μεριά, εκεί κοντά στον Ασπρόλακκο, τις περισσότερες φορές με περιμένει κάποιο αγριοκάτσικο, σταλμένο απ’ την Παναγία. Το σκοτώνω και το παίρνω.
Ο μοναχός Παΐσιος είχε μείνει κατάπληκτος και τον θαύμαζε, πού με την προσευχή εξασφάλιζε το κρέας των παιδιών του.
Όταν ο μοναχός Παΐσιος έφυγε απ’ το μοναστήρι του Στομίου, ό Αντώνης συνέχισε για λίγα χρόνια την ίδια διαδρομή, όσο άντεχαν οι σωματικές του δυνάμεις. Πολύ αργότερα, έμαθε ότι ο γνωστός του μοναχός Παΐσιος βρισκόταν στο Άγιο Όρος και θέλησε να τον επισκεφθεί. Ή συνάντηση υπήρξε συγκινητική. Ο φημισμένος πια μεγάλος Γέροντας θυμήθηκε τα παλιά και συμβούλεψε το γερασμένο Αντώνη: «Να διατηρήσεις την εμπιστοσύνη σου στην πρόνοια του Θεού και να ‘σαι σίγουρος ότι όλα θα πηγαίνουν καλά».