«Ο σύζυγός μου έψαξε να βρει γιατρό που θα μου έκανε έκτρωση στους 6,5 μήνες της εγκυμοσύνης, γιατί περίμενα ξανά κορίτσι»
Η Μαρία κατάφερε να δραπετεύσει από τη σχέση της μετά από πάνω από δέκα χρόνια κακοποίησης και αφού είχε αποκτήσει τρία παιδιά με τον δυνάστη της. Μορφωμένη και από ευκατάστατη οικογένεια, παντρεύτηκε έναν «επιτυχημένο επιστήμονα και επιχειρηματία» όπως τον σκιαγραφεί. Η αληθινή ιστορία της επιβεβαιώνει ότι η κακοποίηση δεν κάνει κοινωνικοοικονομικές διακρίσεις και πως, πολλές φορές, οι εντυπώσεις που έχουμε ακόμα και για τα πρόσωπα που θεωρούμε κοντινά μας απέχουν έτη φωτός από την πραγματικότητα. Μας υπενθυμίζει όμως, παράλληλα, ότι μπορούμε να βρούμε την έξοδο προς το φως, ακόμα και αν βρεθούμε εγκλωβισμένες στο πιο σκοτεινό μέρος.
«Ο σύζυγός μου ήταν ένας πολύ μορφωμένος άνθρωπος, με μεταπτυχιακά και υποτροφίες. Ήταν ένας “επιτυχημένος επιστήμονας και επιχειρηματίας” που θαύμαζαν οι πάντες. Η σχέση μας άρχισε να παίρνει άλλη τροπή όταν γέννησα το δεύτερο παιδί μου. Μια μέρα πήγε στον μπουφέ του σπιτιού, έβγαλε από μέσα όλα τα πιάτα και άρχισε να τα σπάει μπροστά μου, στη μέση του σαλονιού. Άρχισαν να εκτοξεύονται κομμάτια. Ένα με βρήκε στο πόδι, ένα άλλο έκοψε το πόδι του μωρού, που ήταν στο ριλάξ του, πάνω στο τραπέζι, με αποτέλεσμα να αρχίσει να αιμορραγεί. Εγώ δεν ήξερα πώς να αντιδράσω, φοβόμουν μη με σκοτώσει κιόλας. Εκείνος είπε, “δεν μπορώ να βάλω τα πράγματά μου σε μια θέση εδώ μέσα, θα τα σπάσω όλα”. Έκανε αυτή τη ζημιά κι έφυγε, αφήνοντάς με άναυδη.
«Μια μέρα πήγε στον μπουφέ του σπιτιού, έβγαλε από μέσα όλα τα πιάτα και άρχισε να τα σπάει μπροστά μου, στη μέση του σαλονιού. Άρχισαν να εκτοξεύονται κομμάτια. Ένα με βρήκε στο πόδι, ένα άλλο έκοψε το πόδι του μωρού»
Αυτό ήταν το πρώτο σοβαρό περιστατικό. Συνέβαιναν βέβαια και πολλά ακόμα καθημερινά, αλλά θα σας πω τα πιο έντονα, αυτά που έχουν μείνει ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Άρχισα να ανησυχώ, αλλά δεν αντιλήφθηκα ότι υπήρχε ψυχιατρικό πρόβλημα. Απέδωσα τη συμπεριφορά του στην ανατροφή που είχε από τον πατέρα του, ο οποίος, όπως έμαθα αργότερα, έπασχε από σοβαρή διπολική διαταραχή. Η μητέρα του συζύγου μου ήταν ένα άβουλο ον. Ο πατέρας του ήταν ένας δυνάστης, ο οποίος έβλεπε τους δυο γιους του σαν αντικείμενα που έπρεπε να ικανοποιούν τις προσδοκίες του. Όποιος τις ικανοποιούσε, επιβραβευόταν. Όποιος δεν τις ικανοποιούσε, κατέληγε στον Καιάδα: ο πατέρας του τον κακοποιούσε συναισθηματικά, ψυχολογικά. Έτσι, ο αδερφός του συζύγου μου έφτασε σε σημείο να αυτοκτονήσει όταν σπούδαζε στην Αγγλία.
Το «λάθος» να κυοφορεί, ξανά, κορίτσι
Το δεύτερο σοβαρό περιστατικό συνέβη όταν έμεινα έγκυος στο τρίτο παιδί μου. Ο σύζυγός μου είχε εμμονή να αποκτήσει ένα αγόρι – τα δύο πρώτα παιδιά μας ήταν κορίτσια. Όταν λοιπόν αντιλήφθηκε ότι κυοφορώ ξανά κορίτσι, ξεκίνησε το μεγαλύτερο μαρτύριό μου. Αφού πήγαινα τις δύο κόρες μου στο σχολείο και επέστρεφα σπίτι, εκείνος με περίμενε, με άρπαζε έντονα από τους ώμους, με κάθιζε στην άκρη του κρεβατιού και άρχιζε να με βρίζει ασταμάτητα: ότι αν κάνω αυτό το παιδί θα φύγει από το σπίτι, ότι θα με παρατήσει και πρέπει να μεγαλώσω τα παιδιά μόνη μου, ότι θα με σκοτώσει, ότι θα πνίξει το παιδί… Αυτό, σε καθημερινή βάση. Σε μια γυναίκα σε εγκυμοσύνη, τα πάντα είναι χαμηλά. Και η αυτοεκτίμηση και η εκδηλωτικότητα και η ενέργεια και οι αντοχές της. Οπότε εγώ άρχισα να λυγίζω. Κυριολεκτικά δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου, από την ψυχολογική βία που δεχόμουν καθημερινά. Το μόνο που έκανα ήταν να κλαίω. Είχα και μια πολύ άσχημη εγκυμοσύνη, όπου έφτανα τους δεκατρείς εμετούς την ημέρα, και τις υποχρεώσεις μιας μητέρας με δύο ανήλικα παιδιά και ένα σπίτι, χωρίς καμία βοήθεια, γιατί οι δικοί μου δεν ζουν στην Αθήνα. Με έναν σύζυγο ο οποίος μου μιλούσε άσχημα, με έβριζε, με απειλούσε, με κακοποιούσε με οποιονδήποτε τρόπο εκτός της σωματικής βίας, από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Στον υπέρηχο όπου επιβεβαιώθηκε το φύλο του μωρού, ο σύζυγός μου επιτέθηκε στους γιατρούς, μέσα στο μαιευτήριο. Τους είπε ότι δεν είναι δυνατόν να συμβεί αυτό, ότι πρέπει να κάνουν κάτι για να αλλάξει η κατάσταση, ότι φταίω εγώ και ότι θα το πληρώσω πολύ ακριβά. Οι γιατροί έμειναν άφωνοι. Ο γιατρός μου με ρώτησε τι συμβαίνει αλλά εγώ έκανα το λάθος και δεν μίλησα από την πρώτη στιγμή.
«Στον υπέρηχο όπου επιβεβαιώθηκε το φύλο του μωρού, ο σύζυγός μου επιτέθηκε στους γιατρούς, μέσα στο μαιευτήριο. Τους είπε ότι δεν είναι δυνατόν να συμβεί αυτό, ότι πρέπει να κάνουν κάτι για να αλλάξει η κατάσταση, ότι φταίω εγώ και ότι θα το πληρώσω πολύ ακριβά».
Ο σύζυγός μου έψαξε να βρει γιατρό που θα δεχόταν να μου κάνει έκτρωση σε προχωρημένη εγκυμοσύνη. Μέσω κάποιου γνωστού, βρήκε έναν “γυναικολόγο” που δέχτηκε, ο οποίος εργάζεται μέχρι σήμερα σε γνωστό μαιευτήριο, ως γιατρός με άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, συνεχίζοντας να κάνει τοκετούς. Εκείνος είπε λοιπόν στο σύζυγό μου ότι δέχεται να κάνει την έκτρωση, με την προοπτική να του δώσει 4.000 ευρώ. Πήγαμε στο ιατρείο του γιατί ένιωθα τόση έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό μου, που θεωρούσα ότι κανένας δεν θα πιστέψει αυτά που ζω. Ήθελα, επομένως, διαπιστευτήρια, πρώτα για τον εαυτό μου και μετά για το περιβάλλον μου.
Στο ιατρείο του “γυναικολόγου” είχα το κινητό μου σε ετοιμότητα για να ηχογραφήσω όλη τη συνομιλία. Ο γιατρός άρχισε να εξιστορεί με λεπτομέρειες ό,τι έπρεπε να γίνει. Οι οδηγίες που μας έδωσε ήταν ότι εγώ θα έπρεπε να πάω σε ένα ακτινολογικό κέντρο δίπλα από το μαιευτήριο όπου εργάζεται και να πω ότι θέλω να κάνω έναν υπέρηχο, ζητώντας έναν συγκεκριμένο υπάλληλο, ο οποίος θα με έπαιρνε στο δωμάτιο και θα μου έκανε μια ένεση στην κοιλιά, που θα προκαλούσε ακαριαία τον θάνατο του μωρού. Μετά θα πήγαινα στο μαιευτήριο, θα τους έλεγα ότι δεν αισθάνομαι καλά, θα με έβαζαν μέσα, θα μου έκαναν υπέρηχο, θα έβλεπαν ότι το παιδί είναι νεκρό, θα με ρωτούσαν, έχετε κάποιο δικό σας γιατρό; Και θα τους έλεγα, ναι, γνωρίζω τον τάδε. Θα τον καλούσαν, θα ερχόταν να με αναλάβει και θα μου έκανε την επέμβαση.
«Ένας συγκεκριμένος υπάλληλος θα μου έκανε μια ένεση στην κοιλιά, που θα προκαλούσε ακαριαία τον θάνατο του μωρού».
Σε κάποια αναλαμπή ανθρωπισμού, ο γιατρός γύρισε και μου είπε, με ύφος που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου: “Να ξέρεις πάντως, κορίτσι μου, ότι αυτό που θα κάνεις εγκυμονεί τον κίνδυνο να πάθεις αιμορραγία και να χρειαστεί να σου αφαιρέσουμε τη μήτρα. Είσαι πάρα πολύ νέα. Θα μπορέσεις να το αντιμετωπίσεις αυτό;”. Απευθύνθηκε και στον σύζυγό μου, που απάντησε: “Δεν με απασχολεί καθόλου το τι θα γίνει, αυτό θα μπορούσε να το πάθει και σε μια φυσιολογική γέννα, ας μείνει χωρίς μήτρα. Εμένα με ενδιαφέρει να μη γεννήσει το κορίτσι”. Του λέει ο γιατρός: “Αλλά αν μετά ξαναμείνει έγκυος και είναι πάλι κορίτσι, τι θα γίνει;”. “Θα τη βάζω να κάνει έκτρωση μέχρι να αποκτήσει αγόρι, εγώ θέλω τον διάδοχο“, απάντησε.
Την τρίτη εγκυμοσύνη μου ο σύζυγός μου δεν την ανακοίνωσε σε κανέναν από το περιβάλλον του, ούτε το οικογενειακό ούτε το επαγγελματικό. Εγώ δεν κυκλοφορούσα τότε, δεν είχα πολλές επαφές, γιατί οι φίλοι μου βρίσκονται στον τόπο καταγωγής μου, η Αθήνα ήταν για μένα ένα καινούριο μέρος. Οι κουμπάροι μας, που και οι δύο ήταν φίλοι του συζύγου μου, ήταν οι μοναδικοί που το ήξεραν. Αλλά όταν βγαίναμε όλοι μαζί έξω, προηγουμένως τούς απαγόρευε, με ένα τηλεφώνημα που έκανε μπροστά μου, να αναφέρουν έστω και τη λέξη “εγκυμοσύνη” γιατί θα σηκωνόταν και θα έφευγε.
Κάναμε ένα ταξίδι στο Παρίσι. Με έβαζε να σηκώνω τις βαλίτσες από το αεροδρόμιο, αρνούταν να τις σηκώσει. Αφού δεν πάω, λέει, να κάνω την έκτρωση, να γίνει φυσικά, να φύγει αυτό το “βρομόπαιδο” που είχα μέσα μου και που θα του κατέστρεφε τη ζωή.
«Κάναμε ένα ταξίδι στο Παρίσι. Με έβαζε να σηκώνω τις βαλίτσες από το αεροδρόμιο, αρνούταν να τις σηκώσει. Αφού δεν πάω, λέει, να κάνω την έκτρωση, να γίνει φυσικά, να φύγει αυτό το “βρομόπαιδο” που είχα μέσα μου και που θα του κατέστρεφε τη ζωή».
Τελικά γέννησα το τρίτο μου παιδί. Κοντά μου ήταν μόνο η μητέρα μου, που είχε έρθει από τον τόπο καταγωγής μου. Ο σύζυγός μου ήρθε στο μαιευτήριο μετά τη γέννα και δεν πήρε καθόλου στα χέρια του το μωρό. Το τηλέφωνό του χτυπούσε ασταμάτητα αλλά δεν το σήκωνε. Κάποια στιγμή το σήκωσε, ήταν από το γραφείο και τον έψαχναν. Τους είπε ότι βρίσκεται σε μια δουλειά και θα πήγαινε αργότερα. Δεν είχε φέρει καν βρεφικό καθισματάκι. Μας άφησε το αυτοκίνητο, να το οδηγήσει η μητέρα μου, που δεν ήξερε τους δρόμους, για να γυρίσουμε στο σπίτι με το μωρό. Οι γιατροί μας έδωσαν ένα μαξιλάρι από το δωμάτιο για να μπορώ να βάλω το μωρό πάνω μου, στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, και να φύγουμε με ασφάλεια.
Από την ψυχολογική στη σωματική βία
Ο Γολγοθάς έγινε ακόμα μεγαλύτερος. Σε δύο μέρες έπρεπε να πάω το παιδί στο μαιευτήριο να το εξετάσουν για ίκτερο. Πήγα μόνη μου, μετά από καισαρική, με δύο ανήλικα παιδιά και ένα βρέφος, γιατί αρνήθηκε να με πάει εκείνος. Ενώ έφευγα μού κούνησε το χέρι του απαξιωτικά, σε στυλ να φύγω να μη με βλέπει.
Μετά το τρίτο παιδί, άρχισε να με πιάνει από το λαιμό και να με εκτοξεύει στους τοίχους, με έριξε πάνω σε μια γωνία, μου άνοιξε το κεφάλι και η μύτη. Με έβριζε σε δημόσιους χώρους. Θυμάμαι στο Φαράγγι της Σαμαριάς, στην Κρήτη, να με βρίζει με τα χειρότερα βρομόλογα, να χαστουκίζει τα παιδιά, να κλαίνε, κι εγώ να μην ξέρω τι να κάνω.
Όταν η κατάσταση έφτασε στο “αμήν”, άρχισα να δουλεύω ως εκπαιδευτικός σε ένα σχολείο. Μέχρι τότε δεν εργαζόμουν, δεν με άφηνε εκείνος. Η δουλειά μου ήταν το μόνο πράγμα που με βοηθούσε, έμπαινα στην τάξη και τα έδινα όλα και ήξερα ότι αυτό είναι το οξυγόνο μου. Μέσα από αυτήν βρήκα την πνευματική διαύγεια και την ψυχική δύναμη για να ανταπεξέρχομαι σε ό,τι ζούσα στο σπίτι. Όταν άρχισα να αποκτώ αυτοπεποίθηση μέσα από το επάγγελμά μου, άρχισα και να καταλαβαίνω ότι πρέπει να ζητήσω βοήθεια.
«Όταν η κατάσταση έφτασε στο “αμήν”, άρχισα να δουλεύω ως εκπαιδευτικός σε ένα σχολείο. Μέχρι τότε δεν εργαζόμουν, δεν με άφηνε εκείνος. Η δουλειά μου ήταν το μόνο πράγμα που με βοηθούσε, έμπαινα στην τάξη και τα έδινα όλα και ήξερα ότι αυτό είναι το οξυγόνο μου».
Στο μεταξύ, και εκείνος δεν ένιωθε καλά και αποφάσισε να επισκεφτεί μια ψυχίατρο. Θεώρησε ότι θα τον βοηθούσε να σωθεί από όλους εμάς, που τον κατασκοπεύουμε και τον καταδυναστεύουμε. Πίστευε ότι τον καταδιώκω, είχε γίνει εχθρός μου και γι’ αυτό μού φερόταν έτσι. Ήταν μια καλή, πάρα πολύ υπεύθυνη γιατρός, που αντιλήφθηκε με την πρώτη επίσκεψη τη σοβαρότητα της κατάστασής του. Ο σύζυγός μου έπασχε από διπολική διαταραχή, όπως και ο πατέρας του. Του έδωσε πολύ ισχυρή φαρμακευτική αγωγή, με την προϋπόθεση να την επισκεφτεί ξανά σε δύο εβδομάδες. Ευτυχώς, εκείνος μού έδωσε αυτή τη συνταγή.
Από θύμα, κατηγορούμενη
Η μητέρα μιας συμμαθήτριας του μικρού μου παιδιού, που είχε σπουδάσει Εγκληματολογία, όταν παίρναμε τα παιδιά μας από το σχολείο είχε “διαβάσει” το πρόσωπό μου και μου είχε πει, επανειλημμένα: “Κάτι σου συμβαίνει, εάν θελήσεις βοήθεια πάρε με ανά πάσα στιγμή τηλέφωνο”.
Μια μέρα, που πήγα να βγω από το σπίτι, εκείνος με έπιασε από το λαιμό και με πέταξε στον τοίχο. Κλείδωσε τα παιδιά στα δωμάτιά τους και άρχισαν να ουρλιάζουν. Η μεγάλη μου κόρη τηλεφώνησε με το κινητό στην κουμπάρα μου στην Κρήτη και οι άνθρωποι εκεί, έντρομοι, της είπαν να πάρει το 100. Το παιδί δεν ήξερε τι να κάνει. Με τα πολλά, βγήκα έξω και διαπίστωσα ότι είχε ειδοποιήσει ο σύζυγός μου το 100. Οι αστυνομικοί με σταμάτησαν με το αυτοκίνητο για εξακρίβωση στοιχείων και μου λένε, λυπούμαστε, πάμε αυτόφωρο, σας έχει γίνει μήνυση. Με συνέλαβαν και με πήγαν στο αστυνομικό τμήμα.
Οι αστυνομικοί, βλέποντας εμένα και εκείνο το εξαγριωμένο θηρίο μέσα στο σπίτι να ωρύεται, με το πρόσωπό του να τον έχει μεταμορφώσει σε τέρας, αντιλήφθηκαν ότι υπάρχει πρόβλημα. Στο αστυνομικό τμήμα τούς εξήγησα ότι ακόμα δεν έχω κινηθεί νομικά αλλά πρέπει να κάνω κάτι γιατί κινδυνεύουμε. Μου εξήγησαν ότι έπρεπε να περάσω όλη τη διαδικασία του αυτόφωρου. Μου ζητούσαν συνεχώς συγγνώμη γιατί έβλεπαν την κατάστασή μου.
«Μια μέρα, που πήγα να βγω από το σπίτι, εκείνος με έπιασε από το λαιμό και με πέταξε στον τοίχο. Κλείδωσε τα παιδιά στα δωμάτιά τους και άρχισαν να ουρλιάζουν»
Οι αστυνομικοί που είχαν πάει στο σπίτι μου είπαν στον αξιωματικό υπηρεσίας ότι τα παιδιά μου κινδύνευαν, έτσι εκείνος προσπάθησε να με αφήσει να φύγω, παρόλο που ήταν Κυριακή. Και εκεί έγινε το θαύμα. Τηλεφώνησα στη μαμά της συμμαθήτριας του παιδιού μου, της είπα ότι είμαι στο αστυνομικό τμήμα και χρειάζομαι δικηγόρο και μου απάντησε ότι θα έρθει ο σύζυγός της, που είναι εξοικειωμένος με το οικογενειακό δίκαιο, και ότι θα με αναλάβει. Ήρθε, όντως, και έγινε η σανίδα σωτηρίας μου.
Ήταν ένας απόλυτα ηθικός επαγγελματίας, στάθηκε δίπλα μου σαν πατέρας. Του είπα όλη την ιστορία και κατάφερα να φύγω από το αστυνομικό τμήμα και να γυρίσω σπίτι. Μου είπε ότι πρέπει να γνωρίζει τα πάντα για να με προστατεύσει.
Ο δρόμος προς την ελευθερία
Ένα βράδυ, επιστρέφοντας από μια βάφτιση, εμφανίστηκε στο κρεβάτι μας το μικρό μου παιδί, που εκείνος ζήλευε θανάσιμα γιατί έλεγε ότι κάνει κακό στη σχέση μας. Ο σύζυγός μου ανέβηκε πάνω μας και άρχισε να μας πιέζει από το λαιμό. Άρχισα να στριγγλίζω, ξύπνησαν τα άλλα δύο παιδιά, αλλά εκείνος με κλείδωσε στο δωμάτιο. Όταν πια η μεγάλη μου κόρη άρχισε να στριγγλίζει κι αυτή φωνάζοντας θα πάρω την αστυνομία, θα σε κλείσουν μέσα, εκείνος μάλλον τρόμαξε και έφυγε από το σπίτι. Ήταν τρεις τα ξημερώματα.
Ο σύζυγός μου παρακολουθούσε και το κινητό και το σταθερό μου. Είχε βάλει κρυφές κάμερες στο σπίτι, ήξερε τι κάνω ανά πάσα στιγμή. Είχε βάλει ακόμα και συσκευή εντοπισμού στο αυτοκίνητό μου, που ανακάλυψε τυχαία ένας ηλεκτρολόγος πέντε χρόνια μετά και που η αστυνομία διαπίστωσε ότι ο σύζυγός μου είχε συνδέσει με μια συσκευή κινητού του.
«Ο σύζυγός μου παρακολουθούσε και το κινητό και το σταθερό μου. Είχε βάλει κρυφές κάμερες στο σπίτι, ήξερε τι κάνω ανά πάσα στιγμή. Είχε βάλει ακόμα και συσκευή εντοπισμού στο αυτοκίνητό μου, που ανακάλυψε τυχαία ένας ηλεκτρολόγος πέντε χρόνια μετά».
Ο δικηγόρος μου μού είχε δώσει, κρυφά, ένα ακόμα κινητό, για να μιλάω μόνο μαζί του. Του έστειλα από εκείνη τη συσκευή μήνυμα, στις τρεις τα ξημερώματα. Στις επτά το πρωί, ο δικηγόρος μου με πήρε τηλέφωνο και τον ρώτησα: “Έχω δικαίωμα να φύγω από το σπίτι ή κάνω κάτι παράνομο;”. Μου λέει: “Μαζεύεις τα πράγματά σου και πηγαίνεις σε ένα σπίτι που εκείνος δεν μπορεί να φανταστεί, κάποιου ανθρώπου που δεν συναναστρέφεσαι καθημερινά”. Πήρα τα παιδιά και πήγα στην κουμπάρα μου στο Κορωπί, κατευθείαν, χωρίς να της τηλεφωνήσω. Ήταν καλοκαίρι, πήραμε ελάχιστα ρούχα μαζί μας, και είδη πρώτης ανάγκης. Ο δικηγόρος μού είχε πει να πάρω και αντικείμενα αξίας, αλλά ο σύζυγός μου τα είχε κρυμμένα. Φύγαμε σαν κυνηγημένες, στις οκτώ το πρωί.
Εκ των υστέρων, ο σύζυγός μου μπορεί να ήξερε πού βρισκόμουν, απλά να μη πρόλαβε να με εντοπίσει, γιατί έπρεπε να ανοίξει το κινητό με το οποίο είχε συνδέσει τη συσκευή εντοπισμού. Με τον δικηγόρο μου κάναμε ασφαλιστικά μέτρα χρησιμοποιώντας την ιατρική συνταγή της ψυχιάτρου. Ήρθε η μητέρα μου από τον τόπο καταγωγής μου και για δυο μέρες κλειστήκαμε στο σπίτι της κουμπάρας μου.
Βρέθηκαν τότε πάρα πολλοί άνθρωποι που μας βοήθησαν ουσιαστικά. Και εγώ και η μητέρα μου φοβόμασταν πάρα πολύ, ότι θα με δει στο δρόμο και θα με σκοτώσει, που τόλμησα να φύγω από το σπίτι. Έτσι ο σύζυγος μιας συναδέλφου μου, που ήταν αστυνομικός, άρχισε να έρχεται, τις ώρες που ήταν εκτός υπηρεσίας, και να με συνοδεύει παντού. Για έναν μήνα τον είχα ως σωματοφύλακα, χωρίς κανένα δικό του οικονομικό όφελος.
Η απόδρασή του από το ψυχιατρείο
Όταν έγινε το δικαστήριο, του απαγόρευσε οποιαδήποτε επικοινωνία, με εμένα ή τα παιδιά. Εκείνος άρχισε να πηγαίνει σε ψυχιάτρους και να παίρνει διάφορες διαγνώσεις, που το δικαστήριο δεν δεχόταν γιατί προέρχονταν από ιδιώτες. Η κατάστασή του ήταν πολύ σοβαρή. Ενόχλησε, εξύβρισε, χτύπησε ανθρώπους από το οικογενειακό μου περιβάλλον. Παρενόχλησε ακόμα και ένα συγγενικό μου πρόσωπο από τα υψηλά κλιμάκια της πολιτικής. Ακόμα κι εκείνος δεν κατάφερε να κάνει κάτι για να συλληφθεί αυτός ο άνθρωπος και να σταματήσει το μαρτύριο όλων. Τελικά, μπήκε σε ψυχιατρική κλινική: Μου ζήτησαν να κάνω συμπληρωματική κατάθεση ώστε να γίνει αυταπάγγελτα ακούσια νοσηλεία με εντολή εισαγγελέα. Μεταφέρθηκε στο Θριάσιο, όπου τον άφησαν να προαυλίζεται, με αποτέλεσμα τη δεύτερη μέρα να δραπετεύσει. Οι γιατροί φοβήθηκαν τόσο, που ειδοποίησαν πρώτα τον δικηγόρο μου και μετά τη μητέρα του. Μέχρι τώρα που μιλάμε, δεν γνωρίζουμε πού βρίσκεται. Κυκλοφορεί ελεύθερος χωρίς φαρμακευτική αγωγή.
«Μεταφέρθηκε στο Θριάσιο, όπου τον άφησαν να προαυλίζεται, με αποτέλεσμα τη δεύτερη μέρα να δραπετεύσει. Οι γιατροί φοβήθηκαν τόσο, που ειδοποίησαν πρώτα τον δικηγόρο μου και μετά τη μητέρα του. Μέχρι τώρα που μιλάμε, δεν γνωρίζουμε πού βρίσκεται».
Θέλω να περάσω το μήνυμα τις γυναίκες να μην ανέχονται καταστάσεις, να φεύγουν όσο είναι καιρός. Να μην υποτιμούν τα περιστατικά μέσα στο σπίτι τους, ακόμα και μια λεκτική βία, γιατί δεν ξέρουν πού μπορεί να οδηγήσει. Να καταλάβουν ότι φέρουν ευθύνη και προς τον εαυτό τους και προς τα παιδιά τους. Τα παιδιά δεν φοβούνται ένα διαζύγιο, μια μονογονεϊκή οικογένεια. Αλλά σε ένα κακοποιητικό περιβάλλον καταστρέφονται καθημερινά.
Από το σκοτάδι στο φως
Τα παιδιά μου είναι καλά γιατί όταν και η μαμά είναι καλά και θέλει να ζήσει συμμετέχουν και τα παιδιά σε αυτό, με όλες τους τις δυνάμεις, και κάνουν τα πάντα για να ζήσουν. Σίγουρα υπάρχει μέσα τους ο πόνος της απώλειας του πατέρα, που είναι μια ζωντανή απώλεια, δεν θρηνούν έναν νεκρό. Έχω ενημερώσει τις κόρες μου για την κατάσταση του πατέρα τους, τους έχω εξηγήσει τι έχει, στα επιτρεπόμενα όρια. Δεν τους τον κατηγορώ, τους εξηγώ ότι είναι ένας ασθενής, που δεν ξέρει τι κάνει. Κάποιες στιγμές βγάζουν θυμό, δεν τον δικαιολογούν, είμαι σίγουρη όμως ότι με τον καιρό θα το καταλάβουν. Το παν για μένα όμως είναι να μην κατηγορούν τον εαυτό τους. Όλα αυτά τα έμαθα με πολύ “τρέξιμο” σε ειδικούς, που μου εξήγησαν πώς πρέπει να φερθώ και τι να πω στα παιδιά.
Τα ψυχιατρικά θέματα πρέπει να μπουν στο σχολείο. Από παιδιά πρέπει να εξοικειωνόμαστε με αυτές τις συμπεριφορές. Το δικό μου λάθος ήταν ότι για περίπου δέκα χρόνια ανέχτηκα καταστάσεις όπου εξέθεσα σε τεράστιο κίνδυνο και τον εαυτό μου και τα τρία παιδιά μου. Γιατί προσπαθούσα να τον βοηθήσω. Μεγάλο, τεράστιο λάθος. Όσο καλή διάθεση κι αν έχουμε, όση αγάπη κι αν κρύβουμε μέσα μας για κάποιον που έχει ένα ψυχιατρικό πρόβλημα, δεν μπορούμε να τον βοηθήσουμε αρκετά. Μόνο η φαρμακευτική αγωγή μπορεί.
«Όσο καλή διάθεση κι αν έχουμε, όση αγάπη κι αν κρύβουμε μέσα μας για κάποιον που έχει ένα ψυχιατρικό πρόβλημα, δεν μπορούμε να τον βοηθήσουμε αρκετά. Μόνο η φαρμακευτική αγωγή μπορεί».
Από τότε που έφυγα από εκείνον, άνοιξαν οι ορίζοντές μου. Είμαι ένας πολύ αισιόδοξος άνθρωπος αλλά είχα βουτηχτεί στο σκοτάδι. Ξαναβρήκα το φως μου, τον εαυτό που είχα χάσει, το χιούμορ, τη διάθεση, την ενέργειά μου, τις απεριόριστες δυνατότητές μου. Αυτή τη στιγμή δουλεύω στο σχολείο, γράφω σε εφημερίδες, κάνω κριτικές θεάτρου -το θέατρο με έχει βοηθήσει πάρα πολύ θεραπευτικά- έχω γράψει στίχους τραγουδιών που μελοποιήθηκαν από επώνυμους. Από τη μέρα που έφυγα από το σπίτι, έχω κάνει περισσότερα πράγματα από όσα είχα κάνει σε όλα τα προηγούμενα χρόνια, που ήμουν μαζί με αυτό τον άνθρωπο ο οποίος το μόνο που έκανε ήταν να με σπρώχνει καθημερινά προς τον πάτο του πηγαδιού.
”Είσαι μια γυναίκα που τα σωματοποιεί όλα και θεώρησες ότι φταις εσύ, γι’ αυτό και υπέμεινες αυτό το μαρτύριο”, μου είπε η ψυχολόγος μου. Θα συμβούλευα λοιπόν άλλες γυναίκες να έχουν αυτοπεποίθηση, να ξέρουν ότι αν θέλουν να σωθούν, μπορούν. Να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να σηκωθούν να φύγουν από τους δυνάστες της ζωής τους. Να χτυπήσουν πόρτες, ακόμα και αν δεν έχουν οικονομικούς πόρους κάποιος επαγγελματίας θα τις βοηθήσει. Οφείλουν στον εαυτό τους να ζήσουν, οφείλουν στα παιδιά τους να τα μεγαλώσουν με αξιοπρέπεια. Να τα κάνουν ανθρώπους άξιους να σταθούν στην κοινωνία με σεβασμό, αυτοσεβασμό και αυτοκυριαρχία».
Πηγή: marieclaire.gr