Το Κοκκινόσπιτο της Σύρου: Η κατάρα, η αιματοβαμμένη οικογένεια και το “στοιχειωμένο” σπίτι
Το Κόκκινο σπίτι είναι ένα ερειπωμένο αρχοντικό στο Επισκοπείο, το οποίο είναι πέντε λεπτά μακριά από την Ερμούπολη. Από πολλούς θεωρείται αμαρτωλό. Είναι το σπίτι που ενέπνευσε τον Μ. Καραγάτση, ο οποίος έγραψε το μυθιστόρημα «Η μεγάλη Χίμαιρα». Το όνομα «Κοκκινόσπιτο» φαίνεται να δόθηκε παλαιότερα από Συριανούς.
Η ιστορία της οικογένειας των Ρεϊτζήδων
Σύμφωνα με κατοίκους του νησιού, η ιστορία που αφηγείται στο βιβλίο του ο Μ. Καραγάτσης, Η Μεγάλη Χίμαιρα, ίσως να είναι αληθινή και να στηρίχθηκε σε κάποια από τα αληθινά γεγονότα που στοίχειωσαν το Κόκκινο Σπίτι. Όπως αναφέρει ο θρύλος μια νεαρή Γαλλίδα που ονομάζεται Μαρίνα Μπαρέ και μεγαλώνει σε μια πόλη της Γαλλίας περνά δύσκολα παιδικά χρόνια, καθώς η μητέρα της για να μπορέσει να τους συντηρήσει μετά το θάνατο του πατέρα της, γίνεται πόρνη.
Η συναίσθηση όλου αυτού της προκαλεί παιδικά τραύματα που την ακολουθούν στη ζωή της, ώσπου γνωρίζει τον Έλληνα καπετάνιο Γιάννη Ρεϊζή ο οποίος ήταν γεννημένος στην Κάσο, αλλά σε μικρή ηλικία μετακόμισε με τους γονείς του στην Σύρο. Ερωτεύονται και την παίρνει μαζί του στην Ελλάδα, στο νησί της Σύρου, όπου μια εβδομάδα αργότερα παντρεύονται στον Άγιο Νικόλαο και δημιουργούν οικογένεια. Η Μαρίνα δεν καταφέρνει να προσαρμοστεί στην ελληνική κοινωνία.
Στο νησί που αντίκρισε από τη «Χίμαιρα», το πλοίο του άντρα της, δεν βρίσκει την ευτυχία που γύρευε. Η οικονομική καταστροφή της οικογενείας την οδηγεί στο φαύλο κύκλο του έρωτα και του θανάτου με τραγική κατάληξη. Ο Καραγάτσης τολμά να παρουσιάσει τον έρωτα ως ένα παιχνίδι κυριαρχίας. Η Μεγάλη Χίμαιρα σοκάρει εκείνη την εποχή, χαρακτηρίζεται ως άσεμνη και ο δημιουργός της ως ο εισηγητής του ωμού σεξουαλισμού στην ελληνική λογοτεχνία.
Στην αρχή η ζωή του ζευγαριού κυλάει όμορφα, μέχρι όμως που τα πράγματα αλλάζουν, όταν η Μαρίνα γνωρίζει τον αδερφό του Γιάννη, τον Μηνά. Τότε δημιουργείται μεταξύ τους ένας παράφορος ερωτισμός, ο οποίος τελικά εκδηλώνεται σε ένα διάστημα που ο Γιάννης λόγω οικονομικών προβλημάτων, εργάζεται πάλι ως καπετάνιος στο καράβι τους. Τη μοιραία νύχτα, χάνει τη μικρή Αννούλα (κόρη που έχει αποκτήσει με τον Γιάννη) από πνευμονία, ενώ παράλληλα μένει έγκυος από τον Μηνά.
Η πεθερά της, Άννα Ρεϊζή, που τους έχει πιάσει στο κρεβάτι της αμαρτίας, διώχνει τον Μηνά από το σπίτι μετά την κηδεία της εγγονής της και εκείνος αυτοκτονεί. Ο Γιάννης ενημερώνεται για όσα έχουν συμβεί ενώ βρίσκεται ήδη στο ταξίδι του γυρισμού. Όλα αυτά ωθούν τη Μαρίνα στην αυτοκτονία, στοιχειώνοντας με τη φασματική παρουσία της το σπίτι, το οποίο από τότε παραμένει έρημο αφού δεν βρέθηκαν ποτέ νόμιμοι κληρονόμοι.
Είναι σχεδόν «κοινό μυστικό» στο Επισκοπείο, ότι η ιστορία της οικογένειας του σπιτιού, είναι μάλλον αληθινή και ότι υπάρχουν μέχρι και σήμερα στο νησί απόγονοι της, που προήλθαν κατά πάσα πιθανότητα από δεύτερο γάμο του Γιάννη, του μοναδικού που επέζησε της καταστροφής, όταν η οικογένεια βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα και κατέφυγε στην Αθήνα. Λένε, ότι οι απόγονοι της αιματοβαμμένης οικογένειας, εγκαταστάθηκαν ύστερα από πολλά χρόνια ξανά στο νησί, σε άλλο όμως σπίτι, με άλλο όνομα, προσπαθώντας έτσι να βγάλουν από πάνω τους τη «ρετσινιά».
Η δημιουργία του μύθου
Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι ουδέποτε διεκδικήθηκε η τεράστια ακίνητη περιουσία. Παλαιότερα υπήρχε η εντύπωση ότι τα βράδια ακούγονταν οι λυγμοί της Ρεΐζη, οι φωνές της Μαρίνας και τα γέλια του μικρού κοριτσιού. Πολλοί πιστεύουν ότι το σπίτι εξακολουθεί να έχει κακή ενέργεια και υποστηρίζουν πως όποιος τάραξε την ησυχία του ή τόλμησε να μετακινήσει έπιπλα και αντικείμενα, βρήκε τραγικό θάνατο κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες. Έτσι, δημιουργήθηκε στο νησί ο μύθος του στοιχειωμένου κόκκινου σπιτιού.
Κατά άλλους, όλα αυτά ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας και ότι ο χώρος ήταν απλά ένας τόπος συνάντησης χαρτοπαιχτών και παράνομων ζευγαριών, τους οποίους διασκέδαζε να τρομοκρατεί ένας κάτοικος με ελαφρά νοητική στέρηση. Το βιβλίο του μεγάλου συγγραφέα συναντά το μύθο στη Σύρο. Πολλοί ένιωσαν δικαιωμένοι. Πως ότι έλεγαν ότι είδαν ή άκουσαν ήταν πραγματικότητα! Οι πιο ρεαλιστές έλεγαν ότι ο χώρος είχε μετατραπεί σε τόπο παράνομων χαρτοπαικτικών παιχνιδιών. Ή παράνομων ζευγαριών. Ή και των δύο.
Εξηγούσαν τις φήμες περί υπερφυσικών περιστατικών ως μεθοδευμένη παραπληροφόρηση ώστε κανείς να μην τολμήσει να πλησιάσει το σπίτι. Ποιος πιστεύει στα φαντάσματα και στοιχειά; Η αλήθεια είναι ότι το Κοκκινόσπιτο δεν στέκει μόνο του στην ερημιά. Κάτι το κρατά όρθιο ενώ αλλά κτίσματα ακόμα και πιο καλές κατασκευές της εποχής έχουν γκρεμιστεί. Οι εξηγήσεις που ακούγονται είναι πολλές. Κάποιοι δικαιολογούν την εγκατάλειψη του αρχοντικού σε κληρονομικά μπερδέματα. Άλλοι σε αβάσταχτο κόστος που αποτρέπει όποια προσπάθεια αποκατάστασης. Άλλοι ότι οι απόγονοι της οικογένειας ακόμη και σήμερα προτιμούν να απέχουν από το σπίτι που συνδέεται με ένα τόσο βαρύ σκάνδαλο. Φυσικά υπάρχουν και εκείνοι που λένε ότι είναι πολύ θλιβερές οι μνήμες για τις αντέξει κάποιος.
Όταν ήμασταν μικρά παιδιά μέσα στην όμορφη αθώα άγνοια που χαρακτηρίζει την παιδική ηλικία η παρέα μου είχαμε αποφασίσει να πάμε και εμείς να ανακαλύψουμε τι υπήρχε στο «σπίτι των φαντασμάτων». Ένα βράδυ καλοκαιριού πήγαμε λοιπόν το σούρουπο και με χίλιες δυσκολίες καταφέραμε να μπούμε μέσα. Ήταν επικίνδυνα . Πρώτα από όλα ήταν καλοκαίρι και ήταν γεμάτο ζωύφια. Σιχαμερά ζωύφια. Δεύτερον λόγο καλοκαιρού τα πάντα ήταν στεγνά και όπου το βάρος του σώματος μας ριχνόταν παραπάνω στα ξύλινα πατώματα και σκάλες τα πάντα έτριζαν.
Η ατμόσφαιρα ήταν όντως ανατριχιαστική και γκροτέσκα. Έμοιαζε με σκηνή κάποιας ταινίας θρίλερ. Δεν είχε αέρα έξω. Παρ’ όλα αυτά εμείς ακούγαμε τριξίματα παντού. Ακούγαμε παράξενους ήχους. Δεν μπορέσαμε να ανακαλύψουμε τι ήχοι ήταν αυτή και από πού προερχόταν. Υπήρχαν πόρτες που δεν τολμήσαμε να αγγίξουμε και που ακούγαμε αδιευκρίνιστους ήχους από μέσα. Ίσως να ακούσαμε ανάσες η και σπασμωδικές ακατάληπτες ομιλίες.
Κάποιοι παλιοί γέροντες τις επόμενες ήμερες που τα συζητούσαμε μαζί τους μας είπαν πως μπορεί να ήταν παράνομα ζευγάρια κρυμμένα. Ίσως και τοξικομανείς. Μας είπαν όμως και κάτι άλλο… Πιο σπουδαίο… ίσως ακριβώς γιατί είμαστε αθώα παιδιά με καθαρές ψυχές και καθαρό μυαλό να ακούσαμε αποήχους των ανθρώπων που έζησαν μέσα εκεί και να βασανιστήκαν.
«Κάτι ήταν εκεί μέσα που ευτυχώς δεν σας είδε ούτε το είδατε»
Μείναμε αρκετή ώρα μέσα στο σπίτι. Όταν βγήκαμε οι καρύδες μας κτυπούσαν σαν τρελές. Γυρίσαμε στην Ερμουπόλη χωρίς να μιλά Κανάρης σε όλη την διαδρομή ενώ κοιτούσαμε πίσω μας και γύρω μας τρομαγμένοι περιμένοντας να δούμε το κακό φάντασμα να μας πλησιάζει και να μας παίρνει για πάντα πίσω εκεί που βλασφήμα χωρίς την άδεια του η παιδική ιδιοτροπία μας έκανε να του χαλάσουμε την γαληνή. Για ήμερες δεν συζητούσαμε μεταξύ μας αυτό το γεγονός. Λες και δεν είχαμε πάει πότε.
Μετά από μέρες αποφασίσαμε να αρχίσαμε να το ξανασυζητάμε και αποφασίζαμε να μιλήσουμε για αυτό σε μεγαλύτερους. Οι γεροντότεροι κάτι ήξεραν που δεν ξέραμε εμείς. Μας μάλωσαν και μας είπαν να μην ξαναπάμε γιατί δεν ξέρουμε τι έχει εκεί μέσα. Εκείνοι ίσως ήξεραν. Πολλά χρονιά αργότερα όταν πλέον μεγάλος και ώριμος ρώτησα ξανά κάποιον από εκείνους του γεροντότερους, πολύ γέρο πλέον. «Παππού τι ήταν εκεί μέσα όταν είχαμε πάει παιδιά; Τι δεν μας είπες;» Εκείνος με ένα χαμόγελο μου είχε δώσει την εξής απάντηση.
«Εσύ τι κατάλαβες Παναγιώτη; Τώρα πλέον είσαι μεγάλος κοσμογυρισμένος και μορφωμένος. Τι ένιωσες εκεί μέσα σαν παιδί; Μπορείς να θυμηθείς;». «Δεν ξέρω παππού… Κάτι ήταν εκεί μέσα …» Χαμογέλασε θυμάμαι…. «Δεν ξέρω και εγώ με σιγουριά αγόρι μου.. Ίσως κάτι ήταν πραγματικά.. Και καλά που δεν σας είδε ούτε το είδατε…..» Αυτή είναι η τελευταία εικόνα που έχω εγώ γιατί το Κοκκινόσπιτο… Τα λόγια του παππού. «Κάτι ήταν εκεί μέσα που ευτυχώς δεν σας είδε ούτε το είδατε».
Όσοι αποφασίσετε να επισκεφτείτε το κοκκινόσπιτο καλό θα είναι προηγουμένως να έχετε διαβάσει το βιβλίο του Καραγάτση, Η Μεγάλη Χίμαιρα. Περπατώντας στους διαδρόμους και τα δωμάτια του σπιτιού ίσως σταθείτε τυχεροί και δείτε να προβάλλονται μπροστά σας εικόνες από τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκείνη την εποχή και γιατί όχι να ακούσετε και την μικρή Αννούλα να τρέχει στα δωμάτια ανέμελη και ξέγνοιαστη, χωρίς να γνωρίζει τι της επιφυλάσσει η μοίρα.